προσδεκτός

προσδεκτός
η , ό[ν] приемлемый;

γίνομαι προσδεκτός — быть приемлемым


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "προσδεκτός" в других словарях:

  • προσδεκτός — acceptable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδεκτός — ή, όν, Α [προσδέχομαι] ευπρόσδεκτος («ἀποκάθαρσιν προσδεκτὴν τῷ θεῷ», Κλήμ. Αλ.) …   Dictionary of Greek

  • προσδεκτά — προσδεκτός acceptable neut nom/voc/acc pl προσδεκτά̱ , προσδεκτός acceptable fem nom/voc/acc dual προσδεκτά̱ , προσδεκτός acceptable fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδεκτόν — προσδεκτός acceptable masc acc sg προσδεκτός acceptable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδεκτοί — προσδεκτός acceptable masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδεκτῇ — προσδεκτός acceptable fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδεκτή — προσδεκτός acceptable fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδεκτήν — προσδεκτός acceptable fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԸՆԴՈՒՆԵԼԻ — (լւոյ, լեաց.) NBH 1 0774 Chronological Sequence: Early classical, 11c, 12c ա. δεκτός, προσδεκτός, εὑδόκιμος acceptus, acceptabilis, gratus Արժանի ընդունելոյ. հաճոյական. հաւանելի. ... *Զընդունելիս ձեր զոհեսջիք: յողջակէզ ընդունելի առ ʼի ձէնջ: Զի ոչ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • προσδεκτάς — προσδεκτά̱ς , προσδεκτός acceptable fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»